σερβικά

σερβικά
σερβικά, τα και σέρβικα, τα
η σερβική γλώσσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σερβικός — ή, ό, και σέρβικος, η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σερβία ή στους Σέρβους 2. (το θηλ. εν. και το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) η Σερβική και τα Σερβικά ή Σέρβικα η σερβική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σερβία / Σέρβος. Το επίθ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Βλαστάρις, Ματθαίος — (αρχές 14ου αι.). Βυζαντινός νομοκανονολόγος. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα, παρά μόνο ότι έζησε στο Άγιον Όρος και στη Θεσσαλονίκη. Το 1335 φαίνεται πάντως ότι ήταν ώριμος ήδη συγγραφέας, αφού είναι γνωστό ότι τον χρόνο αυτό… …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωρόπουλος, Τάκης — (Αθήνα 1954 –). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Ήταν διευθυντής σύνταξης του πολιτιστικού περιοδικού Το Τέταρτο, το οποίο εξέδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ανάμεσα στα βιβλία του ξεχωρίζουνΤο αδιανόητο τοπίο(1991) και Η πτώση του Νάρκισσου(1994), τα… …   Dictionary of Greek

  • Θεοφάνους συνεχισταί — Ιστορικό έργο του 10ου αι., που γράφτηκε από ομάδα συγγραφέων κατά διαταγή του Κωνσταντίνου Z’ του Πορφυρογέννητου ως συνέχεια του έργου του Θεοφάνη του Ομολογητή. Είναι επίσης γνωστό με τους ελληνικούς τίτλους Οι συνεχίζοντες τον Θεοφάνη, Οι… …   Dictionary of Greek

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”